DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Auslaugen v
gen. διαχωρισμός δι' εκπλύσεως
agric. εκχύλιση
industr., construct. απόπλυση
auslaugen v
life.sc. αποπλύω; εκπλύω; χωρίζω δι'εκπλύσεως
auslaugen adj.
forestr. έκπλυση
Auslaugen
: 2 phrases in 2 subjects
Chemistry1
General1