DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | noun | to phrases
Auslauf v
agric. ανοιχτός χώρος ενσταυλισμού
anim.husb. αυγά περιορισμένης βοσκής; περιορισμένης βοσκής
fin. εξέλιξη
life.sc. εκβολή τάφρου
mater.sc. στόμιο κατάθλιψης
mech.eng. κίνηση εξ αδρανείας; διαδρομή απομάκρυνσης
transp. πορεία με κλειστό ρεγουλατόρο
transp., construct. στόμιο εξόδου
transp., el. κυλίω; κυλώ; πορεία με κεκτημένη ταχύτητα; πορεία με κλειστό ρυθμιστή
Ausläufer v
life.sc. στολόνι (stolo); στόλωνας (stolo); παραφυάδα
Auslaufen v
industr., construct. μεταφορά χρώματος
industr., construct., met. διαρροή
mech.eng. κίνηση εξ αδρανείας
auslaufen v
transp., nautic. αποπλέω
 German thesaurus
Auslauf m m -(e)s, ..läufe
tech. Auslaufvorrichtung (Andrey Truhachev)
Auslauf
: 27 phrases in 13 subjects
Agriculture2
Chemistry1
Construction1
General1
Industry3
Insurance1
Life sciences1
Materials science2
Metallurgy2
Microsoft1
Natural sciences5
Technology4
Transport3