DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
auslösen n
med. αποφλοιώνω αποφλοίωσα; ξεφλουδίζω ξεφλούδισα; επάγω επήγαγα; επιφέρω επέφερα; προκαλώ προκάλεσα; ωθώ ώθησα
Auslösen v
commun. αποσύνδεση
el. απόλυση
auslösen v
comp., MS ενεργοποιώ έναυσμα
earth.sc., el. να ανοίξει; να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος
Auslöser v
commun., el. αποσυμπλέχτης; μηχανισμός απεμπλοκής
comp., MS συμβάν εναύσματος
Auslösen
: 17 phrases in 8 subjects
Communications4
Economy2
Electronics2
General1
Health care2
Information technology4
Microsoft1
Pharmacy and pharmacology1