DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Auskolkung f f =, -en
agric. απάμμωση
mech.eng. φθορά κρατήρα
met. κοίλανση της επιφάνειας κοπής με ανάτηξη
Auskolkung
: 1 phrase in 1 subject
Life sciences1