DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
ausfällen n
med. καθιζάνω; κατακρημνίζω κατακρήμνισα
Ausfällen v
industr., construct. καθίζηση
nat.sc. καταβύθιση
pharma., chem. κατακρημνίζω
Ausfall v
gen. βλάβη ασφαλιστικού μηχανισμού
agric. προπέτεια
commun., tech. Σφάλμα υλικού; αστοχία; βλάβη υλικού
earth.sc., mech.eng. αβαρία
econ. ανεπάρκεια; αποτυχία; δυσλειτουργία
el. καταστροφική αστοχία
forestr. ζημία
IT, tech. απώλεια δεδομένων
law, fin. αθέτηση υποχρέωσης
stat., scient. διακινδύνευση
tech., mater.sc. βλάβη
transp. διακοπή
Ausfällen
: 70 phrases in 14 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Commerce2
Communications10
Economy4
Electronics11
Energy industry1
Finances7
General4
Information technology4
Natural sciences1
Statistics7
Technology8
Transport9