DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Ausbeute f f =
med. παραγωγή
Ausbeute v
agric. Συνολική θήρευση
el. απόδοση παραγωγής; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων; τελική απόδοση δοκιμής
industr., construct. απόδοση μαλλιού
med. απόδοση
met. απόδοση φορτίου
Ausbeute
: 6 phrases in 5 subjects
Chemistry1
Earth sciences1
Electronics2
Information technology1
Metallurgy1