DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Aufschlämmung f
chem. πολτός; ταξινόμηση διά της καθίζησης
el. λειαντικός πολτός
nat.sc., chem. εμβύθιση σε ιλύ; επισώρευση ιλύος