DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Aufreißen n
agric., construct. επιφανειακή κατεργασία του εδάφους; τσουγκράνισμα
construct. αναμόχλευση
Aufreißen der Fahrbahndecke n
transp. σκαριφίζω
Aufreissen v
earth.sc. διακοπή
met. σχηματισμός ραγάδων
Aufreißen
: 5 phrases in 3 subjects
Environment1
Materials science2
Mechanic engineering2