DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Auflaufen adj.
environ., agric. βλάστηση
nat.sc. έπαρμα,ανάδυμα
transp. διευθέτηση σταθμευμένων φορταμαξών
auflaufen adj.
transp., nautic. αγγίζω πυθμένα
Auflaufen
: 4 phrases in 2 subjects
Technology3
Transport1