DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Aufflammen v
agric. εκρηκτική φλόγισις,έκρηξις; θρυαλλίς
environ., agric. αναλαμπή; ξαφνική λάμψη
Aufflammen
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1