DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Armierung f f =, -en
construct. οπλισμός
el. θωράκιση του καλωδίου; οπλισμός καλωδίου; οπλισμός του καλωδίου
met. οπλισμός πυρήνα
Armierung
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1