DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Arbeitsmittel n
earth.sc., el. κινητήρας ρευστού
el. ψυκτικό μέσο
lab.law. απαραίτητος εξοπλισμός
lab.law., mech.eng. εξοπλισμός εργασίας
mech.eng. ενεργό ρευστό
Arbeitsmittel
: 1 phrase in 1 subject
Labor law1