DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Arbeitsleistung f f =
lab.law. απόδοση; απόδοση εργασίας
mech.eng. παραγωγή; αποδοτικότητα; απόδοση έργου
Arbeitsleistung adj.
forestr. επίδοση
Arbeitsleistung
: 2 phrases in 2 subjects
Labor law1
Law1