DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Arbeitseinkommen n n -s, =
econ. δεδουλευμένο εισόδημα; εισόδημα από εργασία; εισόδημα εργασίας; εισόδημα προερχόμενο από εργασία; εργατικό εισόδημα
fin. εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες
stat., lab.law. αμοιβή; αντιμισθία; αποδοχές; αποζημίωση
Arbeitseinkommen
: 13 phrases in 4 subjects
Economy2
Finances1
Law9
Taxes1