DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Arbeitnehmer m m -s, =
gen. μισθωτός εργαζόμενος
econ. μισθωτός
immigr. υπάλληλος
lab.law. εργαζόμενος; μισθωτός εργαζόμενος
law, lab.law. εργατικό δυναμικό
law, stat. εργαζόμενο τμήμα του πληθυσμού
social.sc., lab.law. εργατική τάξη
stat., lab.law. η κατηγορία των μισθωτών; οι μισθωτοί
Arbeitnehmer EU m
econ. εργαζόμενος (ΕE)
Arbeitnehmer
: 223 phrases in 25 subjects
Accounting10
Agriculture1
Business1
Economy25
Education1
Employment2
Finances5
General16
Health care10
Human rights activism3
Immigration and citizenship3
Industry2
Insurance20
International trade1
Labor law30
Law54
Marketing2
Medical1
Obsolete / dated1
Politics1
Social science30
Sociology1
Statistics1
Trade unions1
Transport1