DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Anzuender adj.
coal. μέσον ανάφλεξης; μέσον πυροδότησης
industr., construct. αναπτήρας; εμπύρευμα
Anzuenden adj.
coal. πυροδότηση θρυαλλίδος
anzuenden adj.
coal., chem. πυροδοτώ