DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Anzahlung f f =, -en
commer., fin., account. κατάθεση; προκαταβολή
fin. τμηματική εξόφληση; δόσεις; τμηματική αποπληρωμή
insur. πληρωμή τοις μετρητοίς
 German thesaurus
Anzahlung f f =, -en
account. AZ (Лорина)
Anzahlung
: 6 phrases in 3 subjects
Accounting1
General1
Marketing4