DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Antrieb m m -(e)s, -e
el. έλεγχος; καθοδήγηση; μετάδοση κίνησης; τρόπος κίνησης; μηχανισμός οδήγησης; κινητήρια μονάδα; αγωγέας; σύστημα οδήγησης
IT, mech.eng. ενεργοποιητής
mech.eng. αυτοπροωθητικό συγκρότημα; προωστικό σύστημα
med. παρόρμηση; ώση; ώθηση; διέγερση
transp. εφελκυσμός
Antrieb
: 126 phrases in 16 subjects
Agriculture9
Communications2
Construction1
Earth sciences5
Economy1
Electronics6
General4
Hobbies and pastimes2
Industry1
Information technology4
Law3
Mechanic engineering45
Medical3
Metallurgy5
Technology14
Transport21