DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Anstrichmittel n n -s, =
environ. βαφή; χρώμα; βαφή/χρώμα
met. επένδυση καλουπιού; επίχριση καλουπιού
Anstrichmittel
: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1