DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Anspruchsberechtigter adj.
gen. διάδοχος' ο έλκων δικαίωμα
law δικαιούχος; δικαιούχος μιας κοινωνικής παροχής; δικαιούχος ενός δικαιώματος; έλκων δικαιώματα από άλλον
Anspruchsberechtigte adj.
law έλκοντες δικαίωμα
Anspruchsberechtigter
: 5 phrases in 3 subjects
Education1
General2
Insurance2