DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Anschwellen v
construct. διόγκωσις
environ. ύβωμα; γήλοφος; κυματισμός; ύψωμα; φουσκοθαλασσιά; αποθαλασσία; αύξηση της στάθμης των υδάτων; φούσκωμα των νερών; ύβωμα/ύψωμα/γήλοφος/κυματισμός/φουσκοθαλασσιά