Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
verb
|
to phrases
Anschlag
m m -(e)s, ..schläge
mech.eng.
ανακρουστήρας
Anschlag
v
gen.
πρόσκρουσις
construct.
δόντι αναστολής μετακινήσεων
forestr.
παύση
;
στάση
law
αφισοκόλληση
life.sc.
αναστολέας
;
σφήνα
;
τάκος
mater.sc.
αναστολέας τέρματος μηχανικός και ηλεκτρικός
;
διακόπτης τέρματος ηλεκτρικός
mech.eng.
τερματικός αναστολέας
;
αντιστήριγμα
;
στόπερ
;
στοπ
;
αξονικό έδρανο μοχλού απελευθέρωσης συμπλέκτη
anschlagen
v
IT, tech.
ευθυγραμμίζω δέσμη δελτίων
law
κοινοποιώ με αφισοκόλληση
;
κοινοποιώ με τοιχοκόλληση
met.
περιστρέφω
transp.
φορτοεκφορτώνω με αρτάνη
;
φορτοεκφορτώνω με σαμπάνιο
transp., mech.eng.
να τερματίσει
transp., nautic.
δένω κάβο
;
εξαρτίζω
Anschlagen
v
industr., construct.
χτύπημα
German thesaurus
anschlagen
v
dog.
kläffen
(
Andrey Truhachev
)
Anschlag
:
38 phrases
in 10 subjects
Agriculture
4
Earth sciences
3
General
2
Government, administration and public services
1
Industry
1
Information technology
2
Law
5
Mechanic engineering
14
Metallurgy
4
Transport
2
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips