DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Ansaug v
mech.eng. εισαγωγή
Ansaugen v
industr., construct., met. μέθοδος τροφοδότησης με αναρρόφηση
mech.eng. εισαγωγή; αρχική πλήρωση αντλίας
ansaugen v
econ., mech.eng. να εισαχθεί; να επιτραπεί η εισαγωγή
Ansauger v
industr., construct., met. καλούπι αναρρόφησης
Ansaug
: 4 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Mechanic engineering3