DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Anderkonto n
fin. λογαριασμός τον οποίο διαχειρίζεται τρίτο πρόσωπο ύστερα από εξουσιοδότηση του κατόχου
law, account. καταπιστευτικός λογαριασμός
Anderkonten n
fin. λογαριασμοί τρίτων