DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Alveole f
environ. οδοντικό φατνίο; πνευμονική κυψελίδα; οδοντικό φατνίο/πνευμονική κυψελίδα
med. κυψελίδα (alveolus); φατνίο (alveolus); κοιλότητα (alveolus); βοθρίο (alveolus); κυψελίδα πνεύμονα (alveolus); πνευμονική κυψελίδα (alveolus)