DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | verb | adjective | to phrases
Abziehen v
agric. στρώνω
Abzieher v
commun. πιεστής
med. απαγωγός (abductor)
Abziehen adj.
agric. στρώσιμο; διαχωρισμός με σιφώνιο
chem. μηχανική απομετάλλωση
industr., construct. αλλαγή μασουριού ή κώνου; ντόρινγκ
industr., construct., chem. Διαχωρισμός με τράβηγμα
IT Πράξη αφαιρέσεως
transp. αφαίρεση επισώτρου; ξεμοντάρισμα επισώτρου
abziehen adj.
fin. εκπίπτω
insur. προβαίνω σε μία παρακράτηση
Abziehen
: 19 phrases in 7 subjects
Coal1
Construction1
Environment3
General3
Industry6
Technology1
Transport4