DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Abweichung f f =, -en
comp., MS διακύμανση
el. μεταβολή; ολίσθηση αστάθεια; σφάλμα συμμόρφωσης
insur. ασυμβίβαστο στοιχείο; μη σύμφωνο στοιχείο
IT, tech. Διολίσθηση; ολίσθηση
law αίτηση για παρέκκλιση; εξαίρεση
mater.sc. διαφορά
math. αποκλίνουν
med. απόκλιση; παρέκκλιση; εκτροπή; ειδικοποίηση; διαφοροποίηση; ανωμαλία
social.sc. έκτροπη κοινωνική συμπεριφορά
stat. συστηματική απόκλιση; συστηματική μεταβολή; απόκλισις
Abweichung v
med. σφάλμα; παρεκτροπή
Abweichung
: 146 phrases in 25 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Communications9
Construction1
Earth sciences2
Ecology2
Economy1
Electronics17
Finances5
General6
Health care1
Industry2
Information technology5
Insurance3
Law7
Life sciences3
Marketing1
Mathematics10
Metallurgy26
Microsoft1
Natural sciences2
Scientific1
Statistics25
Technology6
Transport8