DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abwürgen v
transp., mech.eng. διακοπή λειτουργίας; παύση λειτουργίας κινητήρα οχήματος εν κινήσει; σβήσιμο κινητήρα οχήματος εν κινήσει
Abwürgen
: 3 phrases in 1 subject
Transport3