DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abtreibung f f =, -en
gen. διακοπή κύησης; έκτρωση; τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης; τεχνητή διακοπή της κύησης
chem. εξάντληση
econ. άμβλωση
med. εγκληματική άμβλωσις; τεχνητή εκβολή; προκληθείσα έκτρωσις; τεχνητή έκτρωση
Abtreibung
: 12 phrases in 2 subjects
Economy2
Medical10