DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | verb | to phrases
Abtreiben v
chem., el. αναγέννηση προσροφητή; αποβενζολίωση προσροφητή
abtreiben v
med. αμβλώνω άμβλωσα; αποβάλλω απέβαλα; αποβεβλημένος
transp. παρασύρομαι
Abtreiben
: 3 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Transport1