DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abstumpfung f f =
med. εξουδετέρωσις; ουδετεροποίησις; παθολογική άμβλυνσις της αισθήσεως; νωθρότητα; απάθεια; ηλιθιότητα
Abstumpfung
: 1 phrase in 1 subject
General1