DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Abstreicher v
mech.eng. ξύστρα
Abstreichen v
el. απόξεση; ψηκτρισμός
abstreichen v
IT συνάρτηση στρογγυλοποίησης προς τα κάτω
nat.sc., agric. αφαίρεση γενετικού υλικού ψαριού