DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Absprenger v
industr., construct., chem. κόφτης
Absprengen v
coal. ανατίναξη
industr., construct. πέσιμο υφάσματος
industr., construct., met. απόσπαση γυάλινου αντικειμένου από τον υαλουργικό αυλό; αποκοπή
mater.sc., construct. απολέπισις επιχρίσματος
Absprenger
: 4 phrases in 1 subject
Industry4