DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Abspaltung f f =, -en
econ. αντίθεση προς το καθεστώς
energ.ind. πυρόλυση
med. ενζυματική αποσύνθεσις; αποδιάταξις; διαχωρισμός; διπλή συναίσθησις; διχασμός
nat.sc. διαχωρισμός σε στιβάδες
Abspaltung v
med. διάσπαση; διχοτόμηση; σχάση; σχίσιμο