DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Absetzen n
med. ακρωτηριασμός; ακρωτηριασμός μέλους; απογύμνωση; αποκόλληση; αποκόλλησις; αποκόμιση; αποκομιδή; αφαίρεση (ablatio); εκτομή
Absetzen adj.
gen. απόθεσις
agric. απογαλακτισμός
chem. καθίζηση; κατακάθισμα
food.ind. βρεφικός απογαλακτισμός
health. καθίζησις
med. εξαίρεση; διακοπή θεραπείας; εξαίρεση μέλους
transp. ρίψη αερομεταφερόμενου φορτίου; αποβίβαση επιβατών
transp., avia. αερορίψεις προσωπικό και υλικό; άλμα με αλεξίπτωτο' πτώση με αλεξίπτωτο
absetzen adj.
gen. απόθεση; συμπυκνώνω
chem. αποθέτω
law απολύω
 German thesaurus
absetzen adj.
med. operativ entfernen (Andrey Truhachev)
Absetzen
: 21 phrases in 9 subjects
Agriculture2
Chemistry2
General1
Law3
Life sciences2
Mechanic engineering4
Natural sciences1
Pharmacy and pharmacology1
Transport5