| |||
ακρωτηριασμός; ακρωτηριασμός μέλους; απογύμνωση; αποκόλληση; αποκόλλησις; αποκόμιση; αποκομιδή; αφαίρεση (ablatio); εκτομή | |||
| |||
απόθεσις | |||
απογαλακτισμός | |||
καθίζηση; κατακάθισμα | |||
βρεφικός απογαλακτισμός | |||
καθίζησις | |||
εξαίρεση; διακοπή θεραπείας; εξαίρεση μέλους | |||
ρίψη αερομεταφερόμενου φορτίου; αποβίβαση επιβατών | |||
αερορίψεις προσωπικό και υλικό; άλμα με αλεξίπτωτο' πτώση με αλεξίπτωτο | |||
| |||
απόθεση; συμπυκνώνω | |||
αποθέτω | |||
απολύω | |||
German thesaurus | |||
| |||
operativ entfernen (Andrey Truhachev) |
Absetzen : 21 phrases in 9 subjects |
Agriculture | 2 |
Chemistry | 2 |
General | 1 |
Law | 3 |
Life sciences | 2 |
Mechanic engineering | 4 |
Natural sciences | 1 |
Pharmacy and pharmacology | 1 |
Transport | 5 |