DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Absenker v
life.sc., agric. καταβολάδα
Absenken adj.
agric. ανανέωση με καταβολάδες; φύτευση παραφυάδων
construct. απόληψη νερού από τον ταμιευτήρα; γέμισμα; πλήρωση; υποβιβάζω τη στάθμη
met., mech.eng. διάτρηση διεύρυνσης οπών και κυκλικών δακτυλιοειδών περιοχών
nat.sc., forestr. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες
Absenken
: 8 phrases in 5 subjects
Electronics1
Forestry1
Mechanic engineering3
Natural sciences2
Transport1