DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abschrägung f
chem. γωνία λοξοτομής; γωνία πλαγιοκοπής; γωνιοτομή; λοξοτομή; τομή κατά λοξή γωνία
industr., construct. λανθασμένη κοπή; λοξή κοπή; φαλτσοκόψιμο
Abschrägung
: 3 phrases in 3 subjects
Construction1
Microsoft1
Transport1