DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abschoepfung f
fin. εισφορά
met. αφαίρεση της σκωρίας; εξάφρισμα
Abschoepfungen f
agric. γεωργικές εισφορές
Abschoepfung
: 2 phrases in 1 subject
Finances2