DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | noun | to phrases
Abschlag v
agric. μείωση τιμής
agric., industr. μείωση
coal., el. προώθηση ανά κύκλο ανατίναξης
fin. δόσεις; τμηματική αποπληρωμή; τμηματική εξόφληση; διαφορά υπό το άρτιο
law, social.sc. δόση
 German thesaurus
Abschlag n
sport. siehe Abschlagplatz (гольф, teeing ground Andrey Truhachev)
Abschlag
: 11 phrases in 5 subjects
Accounting2
Coal1
Environment1
Finances6
Marketing1