DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abschalten v
earth.sc., el. διακοπή; σβήσιμο
el. αποσύνδεση; διακοπή λειτουργίας
mech.eng. κράτηση κινητήρα
nucl.phys. κράτηση αντιδραστήρα
abschalten v
earth.sc., el. αποσυνδέω; διακόπτω; κόβω
mech.eng. αποσυμπλέκω
Abschalten
: 11 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Electronics4
Mechanic engineering4
Transport2