| |||
έκτρωση; διακοπή της κύησης | |||
ακούσια αποβολή; αυτόματη αποβολή | |||
αποβολή; άμβλωση; διακοπή κύησης; αυτόματος εκβολή (abortus); αυτόματος έκτρωση (abortus); αυτόματη έκτρωση; φυσική αποβολή; τεχνητή έκτρωση |
Abort : 45 phrases in 3 subjects |
Health care | 6 |
Medical | 37 |
Statistics | 2 |