DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abort m m -(e)s, -e
gen. έκτρωση; διακοπή της κύησης
health. ακούσια αποβολή; αυτόματη αποβολή
med. αποβολή; άμβλωση; διακοπή κύησης; αυτόματος εκβολή (abortus); αυτόματος έκτρωση (abortus); αυτόματη έκτρωση; φυσική αποβολή; τεχνητή έκτρωση
Abort
: 45 phrases in 3 subjects
Health care6
Medical37
Statistics2