DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Abnutzung f f =
fin., account. υποτίμηση; υποτίμηση στοιχείου
industr., construct. φθορά
law χειροτέρευση
mater.sc. πλήρης φθορά
Abnutzung v
forestr. φθορά από χρήση
Abnutzung
: 15 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Communications2
Finances2
Industry1
Life sciences4
Mechanic engineering1
Transport4