DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Abklopfen n n -s
med. πρόσκρουση; επίκρουση
Abklopfen v
industr., construct., met. απόσπαση γυάλινου αντικειμένου από τον υαλουργικό αυλό
transp., tech. έλεγχος με το σφυρί του επισώτρου
Abklopfer v
industr., construct., chem. κόφτης
Abklopfen
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1