DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abfangen n n -s
commun., transp. ανάκαμψη από βύθιση; ανάκληση από βύθιση
transp. ανάκληση; ανακαμπή; σύλληψη
transp., avia. επίπλευση; αναχαίτιση
abfangen n
commun. αναχαιτίζω
law, transp. επαναφέρω
transp. να στηριχθεί
Abfangen
: 17 phrases in 7 subjects
Astronautics1
Communications6
General2
Industry1
Law2
Life sciences2
Transport3