DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Abdecken n
construct. απόξεση φυτικών γαιών
met. μάσκα; προστατευτική επικάλυψη
abdecken n
commun. καλύπτω; μασκάρω; σκεπάζω
transp., mech.eng. να αφαιρεθεί η αγριάδα; να λειανθούν οι ακμές; να παρθούν οι γωνίες; να σπάσουν οι άκρες
Abdecker v
gen. αντίσταση; μονωτική επένδυση; φωτοχρωμική βαφή; φωτοχρωμικό υλικό
Abdeck v
chem. πλακίδιο με στρογγυλεμένο άκρο
Abdecken
: 9 phrases in 6 subjects
Agriculture2
Earth sciences1
Finances2
General1
Industry1
Transport2