DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Abdeck v
chem. πλακίδιο με στρογγυλεμένο άκρο
Abdecker v
gen. αντίσταση; μονωτική επένδυση; φωτοχρωμική βαφή; φωτοχρωμικό υλικό