DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Abbeizen v
chem. απομάκρυνση του χρώματος
chem., met. καθαρισμός με οξύ
industr. αποσκωρίαση; παρασκεύασμα για αποξείδωση
industr., construct. αποσκωρίωση
met. καθάρισμα της επιφάνειας ενός μετάλλου με οξύ
abbeizen v
met. καθαρίζω την επιφάνεια μετάλλου
Abbeizen
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1