DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
überwachen adj.
IT φύλαξη
med. παρακολουθώ παρακολούθησα; ελέγχω έλεγξα; προσέχω πρόσεξα; επιβλέπω επέβλεψα
überwachen
: 6 phrases in 6 subjects
Finances1
Law1
Materials science1
Medical1
Patents1
Transport1