DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Überstromventil n
mech.eng. βαλβίδα παράκαμψης; βαλβίδα by-pass; βαλβίδα εκφόρτισης
Überströmventil n n -s, -e
forestr. βαλβίδα ανακούφισης
mech.eng. ανακουφιστική βαλβίδα; βαλβίδα υπερχείλισης
transp., mech.eng. βαλβίδα απαγωγής αέρα; βαλβίδα υπερπλήρωσης
transp., polit. βαλβίδα εκτόνωσης