DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Überlauf m m -(e)s, ..läufe
construct. φράγμα; ρυθμιστικό φράγμα; υπερχειλιστής; εκχειλιστής
environ. στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης; υπερπλήρωση; υπερχείλιση; στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης υπερπλήρωσης
IT, lab.law. Υπέρβαση
mech.eng. διαδρομή απομάκρυνσης
med. αριθμητική υπερχείλιση
met. κανάλι υπερχείλισης; μεταβατική περιοχή; κανάλι ανάγκης
transp. υδρορροή
transp., avia. διαρροή
transp., chem. σωλήνας υπερπλήρωσης
überlaufen v
industr., construct. ξεχειλίζω
Überlauf
: 1 phrase in 1 subject
Information technology1